Γερμανικός ιμπεριαλισμός και μετανάστευση

Τους τελευταίους μήνες, τα θέματα της μετανάστευσης και της διαχείρισης των προσφύγων ήταν από τα κύρια σημεία της αστικής πολιτικής συζήτησης. Οι ρατσιστικές δηλώσεις και επιθέσεις δεν αφορούν σε καμία περίπτωση μόνο τα κόμματα της αντιπολίτευσης που βρίσκονται πολιτικά στα δεξιά της κυβέρνησης, όπως το χριστιανο-συντηρητικό CDU ή το φασιστικό AfD.

Αντίθετα, η Bundesregierung, η γερμανική κυβέρνηση, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτού του πολιτικού και κοινωνικού κλίματος. Το περασμένο φθινόπωρο, ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς (SPD) έδωσε συνέντευξη στο Spiegel, ένα από τα σημαντικότερα εβδομαδιαία περιοδικά της χώρας, στην οποία τοποθετήθηκε ως υπερασπιστής της αυστηροποίησης της νομοθεσίας για το Άσυλο, με το πορτρέτο του να βρίσκεται στην πρώτη σελίδα με τη λεζάντα „Πρέπει επιτέλους να απελάσουμε σε μεγάλη κλίμακα“.

Πράγματι, οι τελευταίοι μήνες σημαδεύτηκαν από πολυάριθμες απόπειρες σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, να καταργηθεί το θεμελιώδες δικαίωμα στο Άσυλο, το οποίο είχε ήδη αποδυναμωθεί από προηγούμενες μεταρρυθμίσεις, στο σημείο του παραλογισμού και να υποτάξουν πλήρως όλες τις μορφές μετανάστευσης στη Γερμανία στις ανάγκες του γερμανικού κεφαλαίου.

Το γεγονός ότι μεταξύ της περιόδου από τα μέσα Ιανουαρίου 2024 και τα μέσα Μαρτίου 2024, πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις „κατά της δεξιάς“, „κατά του φασισμού“, ήταν μια σημαντική εμφάνιση για την πολιτική ζωή σε αυτή τη χώρα. Αφορμή για αυτές τις διαδηλώσεις ήταν μια συνάντηση εκπροσώπων του AfD, επιχειρηματιών και άλλων φασιστών που διέρρευσε, στην οποία συζητήθηκαν σχέδια για τη λεγόμενη „επαναμετανάστευση (remigration)“, δηλαδή τη μαζική απέλαση μεταναστών από τη Γερμανία. Οι συγκριτικά ευρείες πολιτικές διαμαρτυρίες κατά του εθνικού συνεδρίου του AfD, τον Ιούνιο του 2024, αποτελούν επίσης μέρος αυτής της αντίθετης τάσης.

Από τη μία πλευρά, οι κομμουνιστές πρέπει, με τη μαζική τους εργασία, να στηριχθούν στην ειλικρινή απέχθεια της τάξης τους προς αυτά τα σχέδια. Ταυτόχρονα, πρέπει να δούμε καλύτερα και να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτές οι διαμαρτυρίες είναι επίσης μια κυβερνητική στρατηγική του κυβερνητικού συνασπισμού του SPD (εργατικοί ιμπεριαλιστές), των Πρασίνων (κεντρώο κόμμα) και του FDP (κλασσικό φιλελεύθερο), για να ξεφύγουν από την αμυντική τους θέση σε όλα τα πολιτικά πεδία. Δεδομένου ότι το επίκεντρο αυτών των δράσεων παραμένει στραμμένο προς την κριτική των ανοιχτά φασιστικών δυνάμεων, οι οποίες μέχρι τώρα έχουν καταφέρει απλώς να καταλάβουν δημοτικές θέσεις δημάρχων, χρησιμεύουν ως de facto αντιπερισπασμός από την πολύ πραγματική ρατσιστική πολιτική απελάσεων της δήθεν φιλελεύθερης κυβέρνησης.

Αυτό έγινε ιδιαίτερα σαφές μετά την τρομοκρατική επίθεση ισλαμιστών φονταμενταλιστών στα τέλη Αυγούστου 2024, την οποία το σύνολο του κυβερνητικού συνασπισμού, ιδίως το κόμμα των Πρασίνων, εκμεταλλεύτηκε ως ευκαιρία για να εφαρμόσει τη λεγόμενη „στροφή στο εσωτερικό“, ως κοινό σχέδιο όλων των αστικών κομμάτων (χωρίς την άμεση συμμετοχή του AfD). Τα μέτρα που έχουν ληφθεί έκτοτε περιλαμβάνουν την κατάργηση της κρατικής υποστήριξης για τους πρόσφυγες, για τους οποίους ένα άλλο κράτος είναι υπεύθυνο σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς της ΕΕ, καθώς και τη διεύρυνση των εξουσιών των αρχών ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της νομιμοποίησης του λογισμικού αναγνώρισης προσώπου για το κυνήγι υπόπτων τρομοκρατών. Επιπλέον, η υπουργός Εσωτερικών Νάνσι Φέιζερ (SPD), διέταξε αυστηρότερους ελέγχους σε όλα τα εξωτερικά σύνορα της Γερμανίας, για έξι μήνες, προκειμένου να απομακρύνονται όσο το δυνατόν περισσότερο οι πρόσφυγες στα σύνορα.

Τα μέτρα παρουσιάστηκαν αμέσως πριν από τις κρατικές εκλογές στη Σαξονία και τη Θουριγγία την 1η Σεπτεμβρίου, στις οποίες το AfD σημείωσε σημαντικές εκλογικές επιτυχίες. Οι εκπρόσωποι αυτού του φασιστικού κόμματος έχουν ουσιαστικά απόλυτο δίκιο όταν επικρίνουν τη γερμανική κυβέρνηση για το γεγονός ότι η πολιτική της τις τελευταίες εβδομάδες δεν είναι παρά μια αντιγραφή μεγάλων τμημάτων του προγράμματος του AfD των τελευταίων ετών.

Η σημασία του θέματος για την άρχουσα τάξη, σε διάφορες χώρες, αποδεικνύεται σήμερα και από το γεγονός ότι διάφορες κυβερνήσεις στην ΕΕ είναι έτοιμες να αποδεχθούν μεγάλα οικονομικά μειονεκτήματα και πολιτικές συγκρούσεις, συμπεριλαμβανομένης της de facto διάλυσης της ενιαίας δράσης σε επίπεδο ΕΕ, προκειμένου να περιορίσουν τον αριθμό των προσφύγων που εισέρχονται στις χώρες τους.

Η φασιστική κυβέρνηση υπό τον Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία βρίσκεται εδώ και χρόνια σε αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και πρόσφατα διατάχθηκε από δικαστήριο της ΕΕ να απελευθερώσει τη διαδικασία ασύλου και να καταβάλει πρόστιμο ύψους τουλάχιστον 200 εκατομμυρίων ευρώ. Μέχρι στιγμής αρνείται να υπακούσει. Με τους στοχευμένους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα της Γερμανίας που ανακοινώθηκαν τώρα, η Γερμανία θέλει επίσης να απαλλαγεί από τον προηγούμενο ρόλο της ως η σημαντικότερη χώρα προορισμού προσφύγων εντός της Ευρώπης. Και η νέα, αντιδραστική κυβέρνηση στην Ολλανδία θέλει να επιβάλει ευθέως την έξοδο από την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για τους πρόσφυγες.

Δεδομένου ότι η μετανάστευση και το ζήτημα των προσφύγων είναι, προφανώς, διεθνή φαινόμενα, με αυτό το άρθρο θέλουμε να δώσουμε μια βασική ανάλυση και κατηγοριοποίηση της γερμανικής μεταναστευτικής πολιτικής και των τάσεων ανάπτυξής της, τα τελευταία χρόνια.

Η βίαιη εμπορία και η υποδούλωση των πιθανών εργατών που απαιτούσε το κεφάλαιο, η οποία χαρακτήρισε τόσο αποφασιστικά την πρώιμη αποικιοκρατία, δεν έχει εξαφανιστεί σήμερα: συνεχίζει να ζει με διάφορες μορφές εμπορίας ανθρώπων. Έχει ωστόσο συμπληρωθεί από φαινομενικά „εθελοντικές“ μορφές μετανάστευσης.

Για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, αυτό απαιτεί την ανταλλαγή θέσεων και αναλύσεων πάνω σε αυτά τα ζητήματα, προκειμένου να αναπτυχθεί μια στάση που να εξυπηρετεί τις αντικειμενικές ανάγκες της παγκόσμιας επανάστασης. Αυτή η στάση δεν πρέπει να αφεθεί να παρασυρθεί στον αστικό ουμανισμό, ούτε να υιοθετήσει, εν αγνοία του, ουτοπικές-αντιδραστικές απόψεις, οι οποίες απαιτούν το πλήρες σταμάτημα της ιμπεριαλιστικής μετανάστευσης.

Η μετανάστευση ως νόμος του ιμπεριαλισμού

Υπό τον ιμπεριαλισμό – όπως και πριν, υπό τον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού – η μετανάστευση είναι μια νομοτελειακή (όπως λέμε, „νόμος της φύσης“) εκδήλωση. Έχει δύο βασικά θεμέλια. Πρώτον, τη συγκέντρωση και τον συγκεντρωτισμό του κεφαλαίου και τη συνεπαγόμενη συνεχώς αυξανόμενη πείνα για περισσότερους εργάτες, σε συγκεκριμένα μέρη του κόσμου. Δεύτερον, τη συνεχή καταστροφή των μέσων διαβίωσης των ανθρώπων σε πολλές περιοχές του κόσμου από τον ιμπεριαλισμό: φτώχεια, πόλεμοι, οικονομική εξάρτηση, πολιτική καταπίεση και καταστροφή του περιβάλλοντος.

Ο Λένιν είχε ήδη επισημάνει αυτή την τάση το 1913:

„Ο καπιταλισμός έχει προκαλέσει μια ειδική μορφή μετανάστευσης των εθνών. Οι ταχέως αναπτυσσόμενες βιομηχανικές χώρες, εισάγοντας μηχανήματα σε μεγάλη κλίμακα και εκτοπίζοντας τις καθυστερημένες χώρες από την παγκόσμια αγορά, αυξάνουν τους μισθούς στο εσωτερικό τους πάνω από το μέσο ποσοστό και έτσι προσελκύουν εργάτες από τις καθυστερημένες χώρες.

[…]

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μόνο η μεγάλη φτώχεια αναγκάζει τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και ότι οι καπιταλιστές εκμεταλλεύονται τους μετανάστες εργάτες με τον πιο ξεδιάντροπο τρόπο. Αλλά μόνο οι αντιδραστικοί μπορούν να κλείσουν τα μάτια τους στην προοδευτική σημασία αυτής της σύγχρονης μετανάστευσης των εθνών. Η χειραφέτηση από το ζυγό του κεφαλαίου είναι αδύνατη χωρίς την περαιτέρω ανάπτυξη του καπιταλισμού και χωρίς την ταξική πάλη που βασίζεται σε αυτόν. Και είναι σ‘ αυτή την πάλη, που ο καπιταλισμός τραβάει τις μάζες των εργαζομένων όλου του κόσμου, σπάζοντας τις μουχλιασμένες, σκουριασμένες συνήθειες της τοπικής ζωής, καταρρίπτοντας τους εθνικούς φραγμούς και τις προκαταλήψεις, ενώνοντας εργάτες από όλες τις χώρες σε τεράστια εργοστάσια και ορυχεία στην Αμερική, στη Γερμανία κ.ο.κ.“

Η πείνα του γερμανικού ιμπεριαλισμού για εργάτες είναι, όπως θα δείξουμε πιο αναλυτικά παρακάτω, ιδιαίτερα αληθινή και γίνεται χειρότερη από τον γερασμένο γερμανικό πληθυσμό, σε σχέση με τις ανάγκες του κεφαλαίου.

Για τους ιμπεριαλιστές, η μετανάστευση στο σύνολό της, είτε είναι νόμιμη είτε παράνομη, λειτουργεί ταυτόχρονα ως βαλβίδα πίεσης για τις χώρες εκείνες, στις οποίες οι καπιταλιστικές αντιφάσεις κορυφώνονται πιο απροκάλυπτα. Όπου η έλλειψη προοπτικών είναι πανταχού παρούσα, η υπόσχεση μιας σταθερής και σχετικά ευκατάστατης ζωής μέσα σε μια ιμπεριαλιστική χώρα μπορεί να αναλάβει το ρόλο αυτών των προοπτικών και να απορροφήσει την ενέργεια τμημάτων των εκμεταλλευόμενων μαζών, η οποία διαφορετικά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την οργάνωση εξεγέρσεων και επαναστάσεων.

Ωστόσο, η μετανάστευση δεν είναι μια αμιγώς θετική εμφάνιση για τον ιμπεριαλισμό, όπως δήλωσε ήδη ο Λένιν στο προαναφερθέν απόσπασμα. Για την εργατική τάξη, η μετανάστευση έχει και μια θετική πλευρά, καθώς διεθνοποιεί την εργατική τάξη, οδηγεί στην ανταλλαγή εμπειριών στον αγώνα και, μακροπρόθεσμα, εξουδετερώνει τις σοβινιστικές προκαταλήψεις της και τελικά την ταξική διαίρεση.

Οι κοινωνικές αντιφάσεις μεταφέρονται επίσης μερικές φορές από τις εξαρτημένες χώρες στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Όπως είδαμε, η μετανάστευση εκατομμυρίων ανθρώπων εγκυμονεί ταυτόχρονα κινδύνους για τον ιμπεριαλισμό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο βλέπουμε την έντονη παρόρμηση για τον έλεγχο της μετανάστευσης στην πολιτική της Γερμανίας και άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών. Τον πιο πρόσφατο καιρό, οι μεγάλες διαμαρτυρίες ενάντια στον πόλεμο του Ισραήλ κατά του Παλαιστινιακού λαού έχουν οδηγήσει, για παράδειγμα, σε μια εντατικοποιημένη συζήτηση σχετικά με τον αντισημιτισμό, που υποτίθεται ότι εισάγεται στη Γερμανία από τα εκατομμύρια των μεταναστών από τις μουσουλμανικές χώρες. Ενώ ο ισχυρισμός ότι ο αντισημιτισμός „εισάγεται“ από μετανάστες από μουσουλμανικές χώρες, είναι ένα προφανές ρατσιστικό ψέμα- δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι μετανάστες αποτελούσαν ένα μεγάλο μέρος των συμμετεχόντων στις δράσεις αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη στη Γερμανία.

Εκτός από τις πρόσθετες πολιτικές συγκρούσεις, οι μετανάστες φέρνουν μαζί τους από τις χώρες προέλευσής τους και εμπειρίες ταξικής πάλης, οι οποίες μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης. Αυτό το βλέπουμε και στη Γερμανία. Οι κομμουνιστικές και επαναστατικές οργανώσεις από την Τουρκία και το Βόρειο Κουρδιστάν αποτελούν ένα σημαντικό μέρος του επαναστατικού κινήματος αυτής της χώρας και έχουν καταφέρει να διατηρήσουν μια συνεχή δραστηριότητα επί δεκαετίες- ένα έργο στο οποίο πολλές „γερμανικές“ οργανώσεις έχουν αποτύχει.

Η διάκριση μεταξύ πρόσφυγα και μετανάστη

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι, από την άποψη της αστικής τάξης, δεν υπάρχει καμία θεμελιώδης ποιοτική διαφορά μεταξύ της φυγής (δηλαδή της αναζήτησης καταφυγίου) και άλλων μορφών μετανάστευσης. Όπως και οι άλλοι μετανάστες, έτσι και οι πρόσφυγες, εγκαταλείπουν τα σπίτια τους λόγω των οξυμένων αντιφάσεων στις χώρες καταγωγής τους, σε αναζήτηση ενός τόπου όπου μπορούν να ζήσουν κάτω από καλύτερες συνθήκες. Ακριβώς όπως και με άλλες μορφές μετανάστευσης, αυτό διευρύνει και διεθνοποιεί την εργατική τάξη σε άλλες χώρες.

Η διαφορά στην ορολογία μεταξύ φυγής και μετανάστευσης είναι, επομένως, αρχικά μόνο, νομική. Η φυγή είναι η μετανάστευση που γίνεται παράνομη. Μπορεί μόνο, υπό όρους, να ελεγχθεί από τα ιμπεριαλιστικά κράτη και δημιουργείται συνεχώς εκ νέου, μέσω της καταστροφής των θεμελίων διαβίωσης. Ένα προοδευτικό αυθόρμητο κίνημα διαμαρτυρίας των προσφύγων στη Γερμανία, το οποίο κορυφώθηκε μεταξύ 2012 και 2015, αναγνώρισε εύστοχα αυτή τη σύνδεση στο κεντρικό τους σύνθημα: „Είμαστε εδώ, γιατί εσείς καταστρέφετε τις χώρες μας“ („Wir sind hier, weil ihr unsere Länder zerstört).

Από το νομικό καθεστώς των προσφύγων ή των „αιτούντων Άσυλο“ για να είμαστε πιο επίσημοι, προκύπτει μια ιδιαίτερα έντονη έλλειψη δικαιωμάτων, πράγμα που σημαίνει ότι οι πρόσφυγες ανήκουν στο πιο καταπιεσμένο και απορριπτόμενο τμήμα του πληθυσμού στη Γερμανία, όπως και σε άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες. Κατά την άφιξή τους στη Γερμανία, οι πρόσφυγες κρατούνται σε στρατόπεδα κράτησης. Κρατούμενοι σε στενούς χώρους, χωρίς πρόσβαση σε κοινωνικές δραστηριότητες και χωρίς τη δυνατότητα απασχόλησης, πρέπει να περιμένουν τη διεκπεραίωσή τους από τις γερμανικές αρχές.

Από την άλλη πλευρά, οι πρόσφυγες από χώρες των οποίων οι πληθυσμοί θεωρούνται ότι χρειάζονται προστασία από το γερμανικό κράτος βρίσκονται σε πιο „τυχερή θέση“, σχετικά μιλώντας. Τα τελευταία χρόνια οι χώρες αυτές ήταν ως επί το πλείστον η Συρία, το Ιράκ και η Ουκρανία. Οι Ουκρανοί πρόσφυγες έτυχαν ειδικής μεταχείρισης από την ΕΕ, μέσω της οδηγίας για την προσωρινή προστασία του Μαρτίου του 2022, με την οποία τους παραχωρήθηκε δικαίωμα παραμονής τουλάχιστον ενός έτους, χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες.

Από την άλλη πλευρά, οι πρόσφυγες από άλλες χώρες υποβάλλονται σε διαδικασίες εξέτασης, ανακρίσεων και παρόμοιων ταπεινώσεων, που διαρκούν μήνες ή και χρόνια. Αυτό συχνά καταλήγει σε απόρριψη του δικαιώματος παραμονής τους, πράγμα που σημαίνει είτε απέλαση, πίσω στις χώρες καταγωγής τους, είτε σε άλλες χώρες, από τις οποίες πέρασαν στο δρόμο τους προς τη Γερμανία.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι μετανάστες λαμβάνουν άδεια ανοχής, μια προσωρινή αναστολή της διαταγής απέλασής τους. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει σε συνδυασμό με απαγόρευση εργασίας ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, με κατ‘ εξαίρεση χορηγηθείσα άδεια εργασίας. Είναι επίσης νομικά κατοχυρωμένο ότι οι εν λόγω μετανάστες μπορούν να προσληφθούν μόνο εάν για τις εν λόγω θέσεις εργασίας δεν έχουν υποβάλει αίτηση, Γερμανοί ή μη Γερμανοί, με εξασφαλισμένο καθεστώς παραμονής.

Το νομικό καθεστώς και οι διακρίσεις σε βάρος αυτού του τμήματος των προσφύγων, τους ωθούν απευθείας, στα χειρότερα τμήματα της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα σε παράνομα τμήματα της οικονομίας, όπως η πορνεία, η διακίνηση ναρκωτικών και ανθρώπων.

Παρά το παράνομο και επισφαλές καθεστώς τους – ή μάλλον ακριβώς εξαιτίας αυτού – οι πρόσφυγες εκπληρώνουν μια πολύ συγκεκριμένη λειτουργία για την αστική τάξη. Διευρύνουν τις τάξεις του εφεδρικού στρατού και μπορούν να κληθούν να κάνουν εργασίες, τις οποίες, οι καλύτερα αμειβόμενοι εργαζόμενοι δεν θα δέχονταν υπό κανονικές συνθήκες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η εποχιακή ζήτηση για εργάτες συγκομιδής ή η ζήτηση για εργάτες στην πολύ μεγάλη γερμανική βιομηχανία κρέατος.

Αμέσως μετά τις 24 Φεβρουαρίου 2022 ο κρεατοβιομήχανος Clemens Tönnies έστειλε ομάδες εργατών στα πολωνο-ουκρανικά σύνορα για να στρατολογήσει, άμεσα, Ουκρανούς πρόσφυγες για τα εργοστάσιά του, τα οποία είναι διαβόητα για τις άθλιες συνθήκες εργασίας τους.

Αυτό δείχνει ότι η μεταφορά της „Ευρώπης-φρούριο“, που χρησιμοποιείται στο αντιρατσιστικό κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, εξακολουθεί να είναι αρκετά κατάλληλη, όχι όμως με την έννοια ότι ο κύριος στόχος είναι η πλήρης υπονόμευση της μετακίνησης των προσφύγων προς την Ευρώπη. Επίσης, δεν είναι στόχος της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής η απέλαση όλων των μεταναστών. Η πρόθεσή της είναι πολύ περισσότερο να ελέγξει επιλεκτικά τη μετανάστευση και τη φυγή προς την Ευρώπη. Αυτό γίνεται, αφενός, για να αυξηθεί στο μέγιστο βαθμό η πίεση στους μετανάστες και το καθεστώς ανομίας τους και αφετέρου για να κατευθυνθούν οι πολιτικοί κίνδυνοι για την αστική τάξη που συνοδεύουν τη μαζική έξοδο προς τη Δυτική Ευρώπη.

Δημογραφικά προβλήματα και Brain Drain

Η Γερμανία μοιάζει με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες όσον αφορά τη θεμελιώδη δημογραφική της δομή. Η ιδιαίτερα υψηλή συγκέντρωση του κεφαλαίου και η εθνική βιομηχανία που εξακολουθεί να είναι σημαντική είναι, παρόλα αυτά, παράγοντες που τείνουν να αυξήσουν τις απαιτήσεις της αστικής τάξης για εργάτες. Η Γερμανία δεν είναι επίσης η μόνη χώρα με γερασμένο πληθυσμό. Ωστόσο, υπάρχουν μόνο τρεις χώρες εντός της Ευρώπης που διαθέτουν μεγαλύτερη μέση ηλικία, αυτές είναι η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα. 

Οι αστικές κοινωνιολογικές μελέτες προβλέπουν, για παράδειγμα, ότι η γερμανική οικονομία θα χρειαστεί περίπου 7,5 εκατομμύρια ειδικευμένους εργαζόμενους μέχρι το 2035, περίπου τη στιγμή που η τελευταία γενιά με υψηλό ποσοστό γεννήσεων θα συνταξιοδοτηθεί. Η μελέτη συνεχίζει, υποστηρίζοντας ότι το γερμανικό ΑΕΠ για το 2022 μειώθηκε κατά 100 δις. Ευρώ κάτω από αυτό που είχε υπολογιστεί θεωρητικά αποκλειστικά λόγω της έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. 

Έτσι, από τη σκοπιά της αστικής τάξης, η αυστηροποίηση των μεταναστευτικών νόμων βρίσκει τη λογική της ανταπόκριση σε πολύ στοχευμένες προσπάθειες για την άμεση πρόσληψη ξένων εργατών από τη γερμανική οικονομία.

Μόλις πέρυσι, το 2023, το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εργασίας, με επικεφαλής τον Hubertus Heil (SPD), συνέταξε έναν λεγόμενο νόμο για την εξειδικευμένη μετανάστευση (Fachkräfteeinwanderungsgesetz), ο οποίος εγκρίθηκε από το κοινοβούλιο. Σε αυτόν μειώθηκαν ορισμένες προϋπάρχουσες απαιτήσεις. Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι πρέπει, πλέον, να έχουν μόνο διετή εργασιακή εμπειρία στις χώρες καταγωγής τους προκειμένου να μεταναστεύσουν στη Γερμανία. Ο ελάχιστος ετήσιος μισθός που απαιτείται από το νόμο για τους αλλοδαπούς εργάτες μειώθηκε επίσης, γεγονός που θα πρέπει να ικανοποιεί τους καπιταλιστές. 

Τα τελευταία χρόνια έχουμε επίσης δει μια μεγαλύτερη προσπάθεια από την πλευρά του γερμανικού κράτους να διευθετήσει συμφωνίες για τη μετανάστευση με εξαρτημένες χώρες. Το περιεχόμενο αυτών των διακανονισμών μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Οι μετανάστες που η Γερμανία επιθυμεί να απελάσει, πρέπει να γίνονται δεκτοί από τις χώρες αυτές. Σε „αντάλλαγμα“, το γερμανικό κράτος, θα παραχωρήσει σε ειδικευμένους εργαζόμενους από τις εν λόγω χώρες, ευκολότερη πρόσβαση στη γερμανική αγορά εργασίας.

Σίγουρα δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε, περαιτέρω, γιατί τέτοιες „συμφωνίες“ στην πραγματικότητα έχουν μόνο έναν πραγματικό νικητή, δηλαδή το γερμανικό κεφάλαιο. Για τις εξαρτημένες χώρες, η ιμπεριαλιστική λεηλασία των πόρων τους συμπληρώνεται, περαιτέρω, από τη λαθροθηρία των ειδικευμένων τμημάτων του πληθυσμού τους. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που οι γερμανικές διπλωματικές προσπάθειες σε αυτό το θέμα έχουν αποφέρει ελάχιστη επιτυχία μέχρι στιγμής. 

Η ιστορία της μετανάστευσης στη Γερμανία

Η συνεχής πείνα για πρόσθετο εργατικό δυναμικό δεν αντανακλάται μόνο τα τελευταία χρόνια στη σύνθεση της γερμανικής εργατικής τάξης. Η Γερμανία είναι ένας από τους σημαντικότερους μεταναστευτικούς προορισμούς στον κόσμο και ο σημαντικότερος στην Ευρώπη συνολικά.

Ήδη, από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, ένας από τους τρόπους με τους οποίους ο γερμανικός ιμπεριαλισμός ικανοποιούσε την πείνα του για εργατικό δυναμικό ήταν η στοχευμένη στρατολόγηση των λεγόμενων «φιλοξενούμενων εργατών», ιδίως από την Ιταλία, την Τουρκία και τη Γιουγκοσλαβία. Αυτοί οι εργάτες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους ταξικούς αγώνες της δεκαετίας του ’70 και μεταξύ άλλων μπόρεσαν να παλέψουν για ένα βιοτικό επίπεδο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, συγκρίσιμο με αυτό των γερμανών εργατών, αντί να ζουν σε κοντέινερ-χωριά. Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, προστέθηκαν, σε αυτούς, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες από τη Ρωσία και άλλες χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από χώρες όπως το Αφγανιστάν, η Συρία, το Ιράκ και η Ουκρανία, προς τις οποίες έχει μετατοπιστεί το επίκεντρο τις τελευταίες δεκαετίες, θεωρούνται, όπως αναφέραμε παραπάνω, ως ζωτικά αναγκαίοι (δυνητικοί) εργάτες, από τους αστούς ειδικούς και τους ομοίους τους.

Από τα περίπου 84 εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν στη Γερμανία, περίπου ένας στους τέσσερις έχει μεταναστευτικό υπόβαθρο. Σε αυτούς περιλαμβάνονται άτομα των οποίων οι γονείς μετανάστευσαν στη Γερμανία. Είναι επομένως σαφές και αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η γερμανική εργατική τάξη είναι εδώ και δεκαετίες πολυεθνική.

Έτσι, ενώ το μερίδιο των μη Γερμανών εργαζομένων στην εργατική τάξη αυξήθηκε, ταυτόχρονα η νομική κατάσταση, ιδίως για τους πρόσφυγες, έγινε, λίγο-λίγο, πιο καταστροφική.

Το «θεμελιώδες δικαίωμα στο Άσυλο» που κατοχυρώθηκε στο Σύνταγμα, μετά την περίοδο του γερμανικού φασισμού, αποδομείται σιγά-σιγά από το 1991.Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε το 1993 με την εισαγωγή των λεγόμενων «ασφαλών τρίτων χωρών» („sichere Drittstaaten“). Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία αποποιείται την ευθύνη της για τη φιλοξενία προσφύγων, εφόσον αυτοί πέρασαν από μια χώρα που θεωρήθηκε «ασφαλής» από το γερμανικό κράτος πριν την είσοδό τους στη Γερμανία. Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι η Γερμανία περιβάλλεται κυρίως από χώρες που η ίδια ορίζει ως «ασφαλείς». Αυτό το βήμα εκμηδένισε ουσιαστικά το δικαίωμα ασύλου όπως ίσχυε.

Το 2015, εν μέρει λόγω του συριακού εμφυλίου πολέμου, μεγάλος αριθμός προσφύγων εισήλθε στην ΕΕ και οι φτωχότερες περιφέρειες της ΕΕ — κυρίως στην ανατολική Ευρώπη — έγιναν οι σημαντικότερες χώρες άφιξης αυτών των μεταναστών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο γερμανικός ιμπεριαλισμός δάγκωσε τη σφαίρα, πρακτικά ήρε αυτούς τους κανονισμούς για περιορισμένο χρονικό διάστημα και επέτρεψε τη διέλευση σημαντικού μέρους αυτών των μεταναστών στη δυτική Ευρώπη και κυρίως στη Γερμανία.

Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι αυτό δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια χειρονομία αληθινού και ειλικρινούς ανθρωπισμού. Ήταν πολύ περισσότερο ένα μέτρο που αποσκοπούσε αφενός στην αντιμετώπιση του θεμελιώδους εργασιακού ελλείμματος και αφετέρου στη σημαντική αποκλιμάκωση των πολιτικών και κοινωνικών εντάσεων στην ανατολική πτέρυγα της ΕΕ, σταθεροποιώντας έτσι την ΕΕ ως το σημαντικότερο εργαλείο εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής της Γερμανίας.

Από το 2015, ωστόσο, η Γερμανία αυστηροποίησε ταυτόχρονα, μαζικά, τις μεταναστευτικές πολιτικές, εν μέρει μόνη της και εν μέρει μέσω της ΕΕ. Στήθηκαν στρατόπεδα που έμοιαζαν με φυλακές, ελήφθησαν μέτρα για την ενίσχυση της λιβυκής ακτοφυλακής — διαβόητης για την εμπορία ανθρώπων και τα βασανιστήρια — και συναντήθηκαν αμέτρητες συμφωνίες με χώρες εκτός ΕΕ, ώστε αυτές να εμποδίζουν τους πρόσφυγες να περάσουν στην Ευρώπη, αν χρειαστεί με τη χρήση βίας. Η Τουρκία, το Σουδάν και η Λιβύη είναι μόνο τρία ιδιαίτερα σημαντικά σημερινά παραδείγματα.

Η είσοδος στην ΕΕ μέσω λαθρεμπόρων έγινε επίσης ποινικό αδίκημα, με αποτέλεσμα να ποινικοποιηθεί ουσιαστικά, αρχικά, κάθε πρόσφυγας.

Οι μεταρρυθμίσεις της ισχύουσας νομοθεσίας της ΕΕ για το άσυλο, οι οποίες βρίσκονται στο δημόσιο διάλογο από το καλοκαίρι του 2023, εντάσσονται λογικά, στις περιγραφόμενες εξελίξεις. Ο αριθμός των προσφύγων που έρχονται στην ΕΕ θα μειωθεί περαιτέρω. Όσοι τα καταφέρνουν, αντιμετωπίζουν μήνες, αν όχι χρόνια, σε στρατόπεδα κράτησης στα σύνορα της ΕΕ, ενώ οι θαλάσσιες προσπάθειες έρευνας και διάσωσης (Seenotrettung), οι οποίες έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διάσωση των προσφύγων στη Μεσόγειο, ποινικοποιούνται περαιτέρω και εξομοιώνονται με την εμπορική λαθρεμπορία.

Στα αστικά μέσα ενημέρωσης, η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Anna-Lena Baerbock (Πράσινο Κόμμα), κατέβαλε προσπάθεια να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η Γερμανία ήταν «φωνή της λογικής» στις διαπραγματεύσεις, ισχυριζόμενη για παράδειγμα ότι αντιτίθεται στον εγκλωβισμό ανήλικων προσφύγων στα σύνορα. Το γεγονός, όμως, ότι την ίδια στιγμή έβαλε το συνέδριο του κόμματός της να τη διαβεβαιώσει ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας, η ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου θα υποστηριζόταν ακόμη και αν δεν μπορούσε να περάσει το δικό της, υπονομεύει δημοσίως τη δική της διαπραγματευτική θέση σε τέτοιο βαθμό που γίνεται φανερό, πόσο σοβαρή ήταν η γερμανίδα «φεμινίστρια» υπουργός Εξωτερικών για το θέμα αυτό: Καθόλου.

Η Γερμανία έχει επίσης αποφασίσει για το τέλος του 2023, πρόσθετους περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένης, για παράδειγμα, της παράτασης της κράτησης για απέλαση. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η καθιέρωση προπληρωμένων καρτών που θα χορηγούνται στους πρόσφυγες αντί για χρήματα. Με αυτές, οι πρόσφυγες θα μπορούν να κάνουν μόνο μέτριες αγορές, σε επιλεγμένα καταστήματα, που συμμετέχουν στο πρόγραμμα, απομονώνοντάς τους περαιτέρω και αποκόπτοντάς τους από την κοινωνική ζωή.

Ταυτόχρονα, όμως, τα τελευταία χρόνια έχουν ψηφιστεί νόμοι — παρόμοιοι με αυτούς που ισχύουν σήμερα στη γειτονική Γαλλία — που σκοπό έχουν να διευκολύνουν τη νομιμοποίηση της παραμονής των μεταναστών που εξυπηρετούν τις ανάγκες του γερμανικού κεφαλαίου ως εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης.

Το συμπέρασμα είναι ότι το σύνολο της γερμανικής νομοθεσίας για το Άσυλο αντιστοιχεί στις βασικές αρχές της γερμανικής μεταναστευτικής στρατηγικής που περιγράφηκαν παραπάνω: έλεγχος και καταστολή των μεταναστών, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιείται στο έπακρο η εργασία τους όπου και όποτε είναι δυνατόν.

Οι Γερμανοί νεοφασίστες ως κινητήρια δύναμη της αντιδραστικής μεταναστευτικής πολιτικής

Η αντιδραστική και ρατσιστική πολιτική όλων των γερμανικών κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών συμπληρωνόταν πάντα από τις δραστηριότητες των Γερμανών φασιστών. Τόσο μετά την προσάρτηση της ΛΔΓ από τη Δυτική Γερμανία το 1990, όσο και το 2015 και σε μικρότερο βαθμό και πάλι τώρα, έχουμε παρατηρήσει μια αυξημένη δραστηριότητα των φασιστών που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν πολιτικά το ζήτημα.

Στην προσπάθειά τους αυτή, οι φασίστες δεν κάνουν απλώς ωτοστόπ σε μια κοινωνική ατμόσφαιρα που δημιούργησαν τα αστικοδημοκρατικά κόμματα του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Αντίθετα, οι ίδιοι συμβάλλουν στην εν λόγω ατμόσφαιρα.

Μέσα από ποικίλες δραστηριότητες που κυμαίνονται από την κινητοποίηση μερικών εκατοντάδων έως και χιλιάδων ανθρώπων, σε διάφορες τοποθεσίες, κατά των σχεδιαζόμενων χώρων φιλοξενίας προσφύγων, μέχρι την κοινοβουλευτική δημαγωγία τους, τις ευθείες εμπρηστικές επιθέσεις εναντίον σπιτιών που κατοικούνται από μετανάστες και τις δολοφονίες, οι Γερμανοί φασίστες αποτελούν, από τη μια πλευρά κινητήρια δύναμη για την αντιδραστική νομοθεσία και από την άλλη χρησιμοποιούνται από τα αστικοδημοκρατικά κόμματα για να νομιμοποιήσουν την πολιτική τους ως «σύμφωνη με τη θέληση του λαού».

Ειδικά σε ορισμένες μεγάλες πόλεις και σε πολλές αγροτικές περιοχές, ο λεκτικός ρατσισμός, αλλά και η σωματική βία κατά των μεταναστών είναι τόσο συνηθισμένα φαινόμενα που παίζουν σημαντικό ρόλο στην καθημερινή πραγματικότητα των μεταναστών και των προσφύγων σε αυτά τα μέρη. Αυτό αντικειμενικά ενισχύει την απομόνωσή τους από την υπόλοιπη εργατική τάξη.

Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, η φασιστική βία στη Γερμανία πήρε πιο ακραίες μορφές. Από τη δεκαετία του 1990, 219 (κατάσταση 2021) άνθρωποι έχουν σκοτωθεί από φασιστική βία. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι δολοφονηθέντες ήταν μετανάστες. Ομοίως, αρκετοί αριστεροί ακτιβιστές και άστεγοι έχουν πέσει θύματα φασιστικής βίας.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η σειρά δολοφονιών από το λεγόμενο «Εθνικοσοσιαλιστικό Υπόγειο Δίκτυο» (NSU). Μεταξύ του 2001 και του 2011, συνολικά 9 μετανάστες πυροβολήθηκαν σύμφωνα με ένα ενιαίο σχέδιο. Όλα τα εγκλήματα υποτίθεται ότι οργανώθηκαν και διαπράχθηκαν λίγο-πολύ από τρεις ναζί όλο κι όλο, δηλαδή χωρίς εξωτερική επιρροή, έτσι λέει η επίσημη εκδοχή της ιστορίας.

Ωστόσο, είναι επίσης σαφές ότι η ναζιστική τριάδα είχε πολλαπλούς άμεσους και έμμεσους δεσμούς με διάφορες υπηρεσίες πληροφοριών στη Γερμανία. Μετά την αποκάλυψη του τρίο, αυτές έδρασαν σε κατάσταση πανικού και κατέστρεψαν πολλαπλά έγγραφα που συνδέονταν με άτομα που είχαν σχέση με τους κατηγορούμενους ναζί. Διάφοροι μάρτυρες που ενδεχομένως θα μπορούσαν να αποκαλύψουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την εμπλοκή κρατικών υπηρεσιών, πέθαναν υπό αμφίβολες συνθήκες.

Ένας πρώην πληροφοριοδότης μιας υπηρεσίας πληροφοριών φέρεται να πέθανε από διαβητικό σοκ σε ηλικία 39 ετών — μια πάθηση που δεν είχε διαγνωστεί προηγουμένως. Ένας πρώην νεοναζί τυλίχθηκε στις φλόγες μέσα στο αυτοκίνητό του, καθ‘ οδόν προς μια προγραμματισμένη κατάθεση μάρτυρα στην κρατική εγκληματολογική αστυνομία (LKA) της Βάδης-Βυρτεμβέργης — υποτίθεται από ερωτική επιθυμία για μια σχέση που υπήρχε μόλις δύο εβδομάδες μέχρι τότε. Δύο χρόνια αργότερα, η 20χρονη πρώην φίλη του πέθανε, επισήμως λόγω πνευμονικής εμβολής, και ένα χρόνο μετά πέθανε και ο αρραβωνιαστικός της (από την εποχή του θανάτου της). Η αιτία θανάτου δεν διαπιστώθηκε ποτέ επίσημα και οι αρχές κατέληξαν και εδώ σε αυτοκτονία.

Ενώ ορισμένες από αυτές τις διαδικασίες μπορεί να πρέπει να ερμηνευθούν ως συμπτώσεις, κατά την άποψή μας, αυτή η συσσώρευση στοιχείων δεν επιτρέπει κανένα άλλο συμπέρασμα: δεν είναι άσχετο ότι το βαθύ κράτος πανικοβλήθηκε από το ενδεχόμενο να αποκαλυφθεί σε σχέση με αυτή την υπόθεση.

Σήμερα πρέπει να υποθέσουμε ότι η φασιστική μαζική βία καθώς και η φασιστική τρομοκρατία παίζουν έναν ορισμένο ρόλο στη λειτουργία της άρχουσας τάξης. Συμβάλλουν στην εξάπλωση ενός κλίματος φόβου μεταξύ των μεταναστών και ταυτόχρονα προσφέρουν στο κράτος περαιτέρω αφορμή για να δικαιολογήσει την επέκταση των αρχών ασφαλείας. Για τους λόγους αυτούς είναι φαινομενικά ανεκτές και προφανώς μερικές φορές οργανώνονται απευθείας από τις υπηρεσίες πληροφοριών.

Το καθήκον των κομμουνιστών στη Γερμανία απέναντι στη μεταναστευτική πολιτική της άρχουσας τάξης

Ποια καθήκοντα πρέπει να αντλήσουν οι κομμουνιστές στη Γερμανία, σήμερα, από τις αναλύσεις που παρουσιάστηκαν; Τόσο το κομμουνιστικό κίνημα όσο και το εργατικό κίνημα βρίσκονται σε μια στιγμή ιστορικής αδυναμίας.

Η διαίρεση αυτή βαθαίνει, συνεχώς, από τη ρατσιστική δημαγωγία και τις αντιδραστικές μεταναστευτικές πολιτικές της κυβέρνησης. Ως κομμουνιστές, είναι επομένως καθήκον μας να αντιταχθούμε σε αυτή τη διαίρεση που προπαγανδίζει η άρχουσα τάξη με βάση τις εθνικότητες των διαφορετικών τμημάτων της εργατικής τάξης και να αναπτύξουμε μεθόδους για να σφυρηλατήσουμε την ενότητα της πολυεθνικής μας τάξης, στον αγώνα.

Τονίζουμε τη σημασία των κοινών εμπειριών στον αγώνα και μιας προοδευτικής αντικουλτούρας αντίστασης ενάντια στις επικρατούσες συνθήκες, η οποία πρέπει ήδη σήμερα να εδραιωθεί στις οργανωτικές μας δομές και μεσοπρόθεσμα στους χώρους εργασίας και στις γειτονιές μας.

Ενώ πρέπει να αντιταχθούμε αυστηρά σε κάθε διάκριση με βάση την καταγωγή, στο πλαίσιο του καπιταλισμού και πρέπει, μαζί με τους συντρόφους μας, να αναλάβουμε τη μάχη ενάντια στην αντιδραστική πολιτική Ασύλου, καθώς και στις αντιδραστικές ιμπεριαλιστικές δομές της ΕΕ στο σύνολό της, αυτό δεν σημαίνει ότι υποστηρίζουμε και προωθούμε την ιμπεριαλιστική μετανάστευση καθαυτή.

Αντίθετα, είναι σημαντικό να δείξουμε ότι ο ιμπεριαλισμός, μέσω της υπερβολής όλων των εσωτερικών του αντιφάσεων, φτάνει στα άκρα τον μόνιμο ξεριζωμό εκατομμυρίων ανθρώπων και κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσει να το κάνει και τα επόμενα χρόνια.

Ενώ μπορούμε να αντιταχθούμε στο ρατσιστικό διαχωρισμό από τη γερμανική αστική νομοθεσία και τη νομοθεσία για το άσυλο μόνο με την απαίτηση για την πλήρη νομική ισότητα όλων των ανθρώπων, αγωνιζόμαστε ταυτόχρονα για έναν σοσιαλιστικό κόσμο πέρα από τον ιμπεριαλισμό, στον οποίο η αναγκαστική φυγή από την πατρίδα ανήκει στο παρελθόν, επειδή οι αιτίες της έχουν εξαλειφθεί και η μετανάστευση μπορεί να είναι πραγματικά εθελοντική.

Diesen Beitrag teilen: